φωνογράφος

φωνογράφος
φωνογράφος, ο και φωνόγραφος, ο
1. συσκευή με την οποία αποτυπώνεται και αναπαράγεται με μηχανικές μεθόδους η φωνή και γενικά ο ήχος.
2. συσκευή που μόνο αναπαράγει με δίσκους τους ήχους, το γραμμόφωνο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φωνογράφος — Συσκευή που χρησιμοποιείται για την εγγραφή, την αποτύπωση και την αναπαραγωγή του ήχου. Ο φ. υπήρξε εφεύρεση του Αμερικανού Θωμά Έντισον (1877) και είναι η πρώτη συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου. Στους πρώτους φ., εγγραφή γινόταν με… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνογραφία ή στον φωνογράφο (α. «φωνογραφικοί δίσκοι» οι δίσκοι τού φωνογράφου β. «φωνογραφική απόδοση»). επίρρ... φωνογραφικώς και φωνογραφικά Ν από φωνογραφική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνογράφος ή… …   Dictionary of Greek

  • φωνογραφώ — Ν [φωνόγραφος] αποτυπώνω φωνή και, γενικά, ήχους σε φωνογραφικό κύλινδρο ή δίσκο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”